- τοξοτῶν
- τοξότηςbowmanmasc gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόξαρχος — ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου τού στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.) 2. (ειδικά) διοικητής τού σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.) 3. (στην … Dictionary of Greek
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
κούρσωρ — κούρσωρ, ορος, ὁ (ΑM) (πάπ. και επιγρ.) μέλος στρατιωτικού σχηματισμού τοξοτών ιππέων που ήταν τοποθετημένοι στα δύο άκρα τής πρώτης γραμμής τής μάχης και ορμούσαν για να καταδιώξουν τους εχθρούς κατά την υποχώρησή τους μσν. δρομέας, ταχυδρόμος,… … Dictionary of Greek
μυρτάτοι — και μουρτάτοι, οἱ (Μ) ονομασία σώματος τοξοτών φρουρών στον περίβολο τού βυζαντινού παλατιού κατά τους τελευταίους αιώνες τής αυτοκρατορίας, το οποίο ήταν συγκροτημένο από μουρτάτους, δηλαδή εκχριστιανισμένους αλλοεθνείς … Dictionary of Greek
πολυκρατής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Σάμου (πέθανε το 522 π.Χ.). Από αριστοκρατική οικογένεια, κατέλαβε (538;) με τη βοήθεια των οπαδών του την αφρούρητη πόλη, ενώ οι Σάμιοι έλειπαν στο ιερό της Ήρας για την ετήσια γιορτή της. Με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
τοξεία — ἡ, Α [τοξεύω] 1. η τέχνη τού να τοξεύει κανείς 2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες 3. στον πληθ. αἱ τοξεῑαι τα τόξα … Dictionary of Greek
Αγριάνες — Αρχαία θρακική φυλή που κατοικούσε στη Ροδόπη, κοντά στις πηγές του Στρυμόνα. Ήταν λαός πρωτόγονος και πολεμικός. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο πολέμησαν υπό τις διαταγές του βασιλιά της Θράκης Σιτάλκη εναντίον των Μακεδόνων. Αργότερα τους… … Dictionary of Greek
Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά … Dictionary of Greek
Ισίδωρος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Ι. (Καρθαγένη 560 – Σεβίλη 636). Επίσκοπος Σεβίλης (601 636) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της Σεβίλης τον αδελφό του Λέανδρο.… … Dictionary of Greek